
Η Πυρπόληση
[Η πυρπόληση]
Διασκευασμένο απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Μ. Καραγάτση
"Αίμα χαμένο και κερδισμένο" Βιβλιοπωλείο της Εστίας σελ. 212-215
Η σύγκρουση του "Αίας" που έπεσε πάνω τους, με όλη τη φόρα του φρέσκου αέρα στη μεγάλη αρματωσιά του, τους ξύπνησε. Μα ήταν πολύ σαστισμένοι για να καταλάβουν περί τίνος πρόκειται.
Έτρεχαν πέρα δώθε στο κατάστρωμα, ρωτούσαν, κοιτούσαν, φώναζαν. Στο τέλος άρχισαν να καταλαβαίνουν. Άρπαξαν ό,τι όπλο βρήκαν μπροστά τους και χίμηξαν να εμποδίσουν τους Έλληνες που είχαν πηδήσει από το κατάρτι του "Αίας" στο κατάστρωμα του Αιγυπτιακού και σιγούρευαν με γάντζους και σχοινιά το θανατερό αγκάλιασμα των δύο καραβιών.
Μόλις όμως έκαναν να κοντέψουν (πλησιάσουν) έφαγαν μια μπαταρία από τους μπουρλοτιέρηδες που παραφύλαγαν στο μπομπέρσο (κατάρτι που βγαίνει έξω από την πλώρη). Έπεσαν τέσσερις νεκροί στο κατάστρωμα. Οι άλλοι πισωδρόμησαν. Γρήγορα όμως ξαναβρήκαν το κουράγιο τους και όρμησαν για δεύτερη φορά.
Τώρα όμως οι Έλληνες δεν πυροβόλησαν, αλλά πήδησαν βιαστικά από το "μπομπρέσο" στο κατάστρωμα και τράβηξαν τρέχοντας κατά την πρύμνη. Οι Αιγύπτιοι βλέποντας τους εχθρούς να φεύγουν με βιασύνη ξεγελάστηκαν. Αρπάχτηκαν από το ένα κατάρτι του "Αίας" και προσπάθησαν να κάνουν ρεσάλτο.
Δεν πρόφτασαν όμως. Από την πλώρη του μπουρλότου ξεχύθηκαν με μιας φλόγες φοβερές που σάρωσαν την κουβέρτα του πλοίου. Σφύριγμα απαίσιο ακούστηκε και φωνές θανατερής οδύνης και χλαλοή πανικού. Όσοι Αιγύπτιοι γλίτωσαν από τις φλόγες έπεσαν στη θάλασσα να σωθούν.
Τα δύο καράβια δεν είχαν ακόμα καλά-καλά τρακάρει όταν από ένα κατάρτι του "Αίας" πήδησαν στο κατάστρωμα τέσσερις άνθρωποι. Ήταν ο Στούπας με τα τρία ψυχωμένα παλικάρια του. Οι Αφρικανοί ούτε που τους πήραν χαμπάρι. Αυτοί σκυφτοί μουλωχτοί έτρεξαν στον "εργάτη" της πλώρης. Είχαν μαζί τους λοστούς, βαριές και άλλα εργαλεία. Με δύο χτυπήματα έλυσαν τους τάκους του εργάτη και οι αλυσίδες άρχισαν να κυλούν γοργά στη θάλασσα. Πρώτα φάνηκε το κλειδί της δεξιάς αλυσίδας. Το ίδιο έγινε κι αριστερά. Άρπαξαν τους λοστούς και άρχισαν να προσπαθούν να λύσουν τα κλειδιά. Το κλειδί της αριστερής αλυσίδας λύθηκε σχεδόν αμέσως. Αυτό έγινε την ώρα που πέσανε οι τουφεκιές. Μα το κλειδί της δεξιάς ήταν σφηνωμένο και δεν έλεγε να λασκάρει. Ο Στούπας χτυπούσε με τη βαριά σαν δαιμονισμένος. Ενώ οι άλλοι τρεις με τα όπλα στο χέρι ήταν έτοιμοι να πυροβολήσουν αν έβλεπαν Αφρικανούς να κάνουν προς τα εκεί.
- Κάνε γρήγορα γυρίζει και του λέει ο Ανέστης. Έναν πυροβολισμό έχουμε τρεις θα σκοτώσουμε. Οι άλλοι θα μας σκοτώσουν.
Ο Στούπας δεν αποκρίνεται αλλά παλεύει με αφρό λύσας στα μαυρισμένα χείλη. Ακούει τα τρία όπλα που χτυπάνε, μα ούτε που γυρίζει να δει. Ξέρει πως τώρα οι τρεις σύντροφοι του έχω παρατήσει τα όπλα και πολεμάμε τους σαλτιρμάδες. Μάχη απελπισμένη θάνατος σίγουρος. Ώσπου όμως να πεθαίνουν οι τρεις ο Γρηγόρης Στούπας πρέπει να έχει λύσει το κλειδί της αλυσίδας και αυτό δεν λέει να ξεσφηνώσει.
Κι έξαφνα λάμψη φοβερή φωτιζει, γη, ουρανό και θάλασσα. Ο καπετάν- Μανώλης έβαλε φωτιά στο μπουρλότο και το κλειδί της αλυσίδας δε λέει να ξεμαγκώσει.
Μια φωνή ακούγεται κάτω από τη θάλασσα.
-Έλα Γρηγόρη, τι χασομεράς; Σάλταρε γρήγορα!
Είναι ο καπετάν- Μανώλης από τη βάρκα που ήρθε να τον πάρει.
-Δεν μπορώ να λύσω το κλειδί, αποκρίθηκε. Έχει μαγκώσει.
- Άσε το κλειδί, ουρλιάζει ο Τρούκας. Και σάλταρε γρήγορα στη βάρκα! Θα καείς ζωντανός!
-Μια στιγμή, μια στιγμή αποκρίνεται ο λοστρόμος. Να πάει χαμένη η δουλειά;
Και χτυπάει με τη βαριά. Χτυπάει, χτυπάει...
Κι άξαφνα, να! Η μαγκωμένη σφήνα πετιέται. Η λευτερωμένη αλυσίδα γλιστράει με θόρυβο και πέφτει στη θάλασσα να βρει την άγκυρά της.
-Εντάξει Γρηγόρη! του φωνάζουν από τη βάρκα. Σάλταρε γρήγορα!
-Έρχομαι, έρχομαι αποκρίνεται ο Γρηγόρης...
Αυτό το πράμα που πήδηξε από την κουβέρτα του καραβιού στη βάρκα, δεν έμοιαζε με άνθρωπο. Ήταν ένα πράγμα μαύρο, καρβουνιασμένο, δίχως χείλια γύρω από τα άσπρα δόντια, δίχως μαλλιά, φρύδια, βλέφαρα, πετσί πάνω στη σάρκα του. Μόνο δυό μάτια είχε-τεράστια μάτια- που κοιτούσαν και δεν έβλεπαν.
Αυτό το πράμα έμεινε για μια στιγμή ασάλευτο και σιωπηλό.
Και ξαφνικά ούρλιαξε μια φωνή τρομερή γεμάτη οδύνη και φρίκη.
Τότε ο Μανώλης Τρούκας τράβηξε το πιστόλι και πυροβόλησε. Ο Γρηγόρης χτύπησε δυο φορές τον άνεμο με τα ξυλιασμένα χέρια του. Κατόπιν έγειρε κι έπεσε μπρούμυτα στο αμπάρι της βάρκας.
Οι άλλοι έμεινα σύξυλοι από φρίκη. Μα ο Τρούκας δεν έχασε το μυαλό του.
-Κάργα τα κουπιά πρόσταξε καθώς ξανάβαζε το πιστόλι στο ζωνάρι του. Και να δούμε αν εμείς θα γλιτώσουμε.