Κοινωνία και Οικονομία 

Στην ενότητα αυτή εξετάζεται η κοινωνική και και οικονομική οργάνωση των Ρωμιών, όπως αναπτύχθηκαν κατά την Οθωμανική Αυτοκρατορία. 


Κατεβάστε το Φύλλο Εργασίας για τα Αμπελάκια



Φύλλο Εργασίας - Μιαούλης και Νέλσων. Μπορείτε να το κατεβάσετε από εδώ

ΑΜΠΕΛΑΚΙΑ

(Τι κατορθώνει η συνεργασία) 

Διασκευή από το ομώνυμο  κείμενο του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Νεοελληνικά Αναγνώσματα Γ΄Γυμνασίου, 1964, ΟΕΔΒ, σελ.211-214 

Στην πέτρινη πλαγιά του Κισσάβου άλλαξε το κύτταρο των Ελλήνων Έξι χιλιάδες Έλληνες άντρες γυναίκες και παιδιά έζησαν εδώ Πριν 250 χρόνια χωρίς να φαγωθούν, δημιουργικοί και συνέταιροι της πρώτης και τελειότερης «Συνεργατικής» του κόσμου. Μεγαλύτερο έργο της ειρήνης δεν έχει να δείξει ο ελληνισμός. Είναι ο άθλος της Θεσσαλίας.

Τα Αμπελάκια έκαναν τη «Συνεργατική» τους για να διαδώσουν το κόκκινο νήμα, τη βιομηχανία τους και την ειδικότητα τους. Τα βαμβάκια και τα κόκκινα νήματα, καθώς και τα σειρήτια τα κουμπιά και τα ζωνάρια γίνονται και στο Πήλιο και στον Τύρναβο και σ' άλλα μέρη της Θεσσαλίας, μα το νήμα των Αμπελακίων ήταν το καλύτερο για το κόκκινο χρώμα του. Όταν οι Αμπελακιώτες κατάλαβαν την υπεροχή τους αυτό το σημείο σκέφτηκαν πως αν οργανώσουν ομαδικά την εργασία θα είχαν κέρδη μεγαλύτερα, θα αγόραζαν τα υλικά φθηνότερα θα γλιτώνουν τη δαπάνη των μεσαζόντων και θα ελάττωναν τις ζημιές του καθενός σε περίπτωση γενικής ζημιάς. Κανένας στον κόσμο δεν είχε σκεφτεί τέτοια πράγματα. Η νέα ιδέα ήρθε στους Αμπελακιώτες άξαφνα; Όχι βέβαια. Γιατί την προετοίμασε η αυτοδιοίκηση καθώς και η συνεργασία για την πληρωμή των φόρων στον Τούρκο. Πειραματίστηκαν άλλωστε με μία πρώτη απόπειρα που έκαναν. Η «Συνεργατική» όμως ιδρύθηκε καθαυτό το 1778 σε μία γενική συνέλευση 22 χωριών του Κισσάβου, αφού την εισηγήθηκαν μερικοί πρόκριτοι των Αμπελακίων. Τότε ολοκληρώθηκε η ιδέα.

Τα 22 χωριά στην ιστορική συνέλευση ψήφισαν το καταστατικό και κατέθεσαν οι κεφάλαιο 300.000 χρόνια (1.000.000 φράγκα)

Ημερομίσθιο ορισμένο δεν είχαν. Αφού ήταν όλοι μέτοχοι μαζί κι οι εργάτες πληρώνονταν ανάλογα με τα κέρδη. Την αμοιβή τους κανόνιζε η γενική συνέλευση. Αυτή φρόντισε να βρει με όλη την ακρίβεια τις τιμές της αγοράς, έκανε πολύπλοκους υπολογισμούς ώσπου να ορίσει το μερίδιο.

Καραβάνια έφευγαν απ' τ' Αμπελάκια με το κόκκινο νήμα για τις σπουδαιότερες πόλεις της Δυτικής Ευρώπης της εποχής εκείνης. Εκτός από το κεντρικό κατάστημα της εταιρείας στη Βιέννη, πρακτορεία είχαν στηθεί και στις πόλεις της Τουρκίας και της νότιας Ρωσίας

Η ευτυχία της «Συνεργατικής» απήχησε στο εσωτερικό. Διατηρούσαν όλα τα χωριά γιατρούς έκαναν σχολεία, νοσοκομεία, γενικές αποθήκες ταμείο για τους εργάτες που αποστρατεύτηκαν από ανικανότητα, βιβλιοθήκες. Τόσο ο τόπος προόδευε και η ζωή είχε πάψει να είναι χωριάτικη, ώστε νέοι Αμπελακιώτες σπουδαγμένοι στη Γερμανία ξαναγυρίζουν στο χωριό.

Η υλική ευτυχία δεν τους νάρκωσε και δεν τους ταπείνωσε. Απόδειξη ο ιδιαίτερος συνεταιρισμός που έκαναν λίγοι πρόκριτοι Αμπελακιώτες, για να πραγματοποιήσουν ένα έργο πνευματικό και εθνικό την έκδοση του λεξικού του Άνθιμου Γαζή.

Οι συνεταίροι είχα στην αρχή καταθέσει, όπως είπαμε, αρχικό κεφάλαιο ενός εκατομμυρίου Φράγκων και το 1810, εποχή της καλύτερης της Μεγάλης ακμής η εταιρεία είχε περίσσευμα 20 εκατομμυρίων. Στα 1811 ήρθε το τέλος. Η οικονομική χρεοκοπία της Αυστρίας όπου ο συνεταιρισμός είχε τα μεγαλύτερά του συμφέροντα, του έδωσε αιφνίδιο και θανάσιμο χτύπημα.

Μα το έργο κράτησε τριάντα ολόκληρα χρόνια χωρίς ποτέ πουθενά στον κόσμο να ξανά φανεί τέτοια συνεργασία. Σήμερα το καταστατικό των χωριών εκείνων μπορεί να διαβαστεί σαν υπόδειγμα νομοθετικής πρόνοιας. Είναι σοφό και αυστηρό πρόγραμμα υποταγής στην ιδέα του συνόλου. 


Μιαούλης και Νέλσων

(Διασκευασμένο απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Σπύρου Μελά με τίτλο: "Ο ναύαρχος Μιαούλης" από το βιβλίο "Νεοελληνικά Αναγνώσματα Α΄Γυμνασίου", 1976. σελ. 219-221)

Ο καθένας φαντάζεται με τι πείσμα κυνηγούσε ο Νέλσων τους Υδραίους που του έσπαζαν τα μπλόκα. Μία μέρα είδε ένα μεγάλο και γρήγορο καράβι. Καμία σημαία. Σαν να το 'ξέραν όμως. Σαν να το είχαν ξανακυνηγήσει. Ήταν το καράβι του Μιαούλη. Ο Νέλσων πρόσταξε μια φρεγάτα και μία κορβέτα να το πιάσουν. Σινιάλα, τρομπέτες και κανόνια Το καράβι όμως ξεφεύγει πάντα και τέλος γλιστρά στο λιμάνι.

Λυσσασμένοι του φυλάνε καρτέρι μέρα και νύχτα. Τέλος να τος που ξαναβγαίνει. Του ρίχνονται τον κυνηγούν με γεμάτα τα πανιά. Μα που να τον φτάσουν. Χαλούν το μπαρούτι τους άδικα στις κανονιές. Ξαφνικά ο άνεμος τον προδίδει, η πνοή κόβεται, τα πανιά λασκάρουν, τρέμουν. Οι μπάλες των κανονιών βυθίζονται γύρω γύρω στο καράβι. Η φρεγάτα κι η κορβέτα πλησιάζουν. Δύο βάρκες φτάνουν με αξιωματικούς και ναύτες οπλισμένους. Ανεβαίνουν και ξεχύνονται στο πλοίο. Πιάνουν τον Μιαούλη. Ατάραχος. Τον κατεβάζουν. Σε λίγο καταφτάνουν κι όλα τα υπόλοιπα πλοία, σαν αρπακτικά πουλιά που πλησιάζουν το θήραμά τους.

Σε λίγο ανεβάζουν τον Μιαούλη στο πλοίο του Νέλσονα και τον βάζουν στην καμπίνα του. Ο Νέλσων δε γυρίζει να το κοιτάξει. Περπατά σιωπηλός πάνω κάτω αγριεμένος. Ο Μιαούλης του ρίχνει μια ματιά. Αυτός λοιπόν είναι ο τρομερός Νέλσων;

Το κορμί του φαγωμένο από τους αφάνταστους κόπους, την αγρύπνια και την ανησυχία. Ήταν σαν σκελετός. Σωστό φάντασμα. Στο μακρουλό κεφάλι του, τα άγρια και ακούρευτα μαλλιά του κατέβαιναν προς τα μάγουλά του και τον σβέρκο του. Η μορφή του στεγνή κι αδύνατη με μία μύτη μεγάλη εκφραστική, μαυρισμένη από τον ήλιο, ψημένη από την αλμύρα, έμοιαζε με γριάς. Δεν ήταν ακόμη 45 χρονών κι όμως έδειχνε πολύ μεγαλύτερος. Το δεξί βγαλμένο μάτι, με την κλεισμένη βαθιά πληγή, με το πετσί τραβηγμένο γύρω από το κεφάλι του, έκανε την ασκήμια του επιβλητική. Καθώς περπατούσε πάνω κάτω, το δεξί μανίκι της στολής του άδειο, πήγαινε πέρα δώθε. Είχε χάσει το χέρι του σε μια μάχη. Ανθρώπινο κουρέλι, με λίγα λόγια, που είχε αφήσει τα κομμάτια του εδώ κι εκεί σε τόπους δοξασμένων πολέμων.

Άρρωστος βαριά θα φαινόταν, αν το γερό του μάτι δεν άστραφτε από ζωή και θέληση.

Σεβασμός βαθύς για τον ήρωα πλημμύρισε την καρδιά του Μιαούλη. Του έκανε μεγάλη εντύπωση και η απλότητα της Ναυαρχικής του καμπίνας. Ένα τραπέζι με χάρτες και βιβλία. Από πάνω η εγγλέζικη κορόνα. Εικόνες της βασιλικής οικογένειας.

Σε κάποια στιγμή ο Νέλσων στάθηκε μπροστά του. Χωρίς να τον κοιτάξει πάλι τον ρώτησε απότομα:

-Είσαι Έλληνας;

- Ναι κύριε Ναύαρχε!

- Ξέρεις, ρώτησε πάλι, πως κρατώ μπλόκο σ' αυτά τα μέρη;

-Το ξέρω, αποκρίθηκε ο άλλος ατάραχα, χωρίς φωνές, χωρίς μασημένα λόγια, σαν άντρας που μιλάει σ' άντρα.

-Και γιατί το παραβιάζεις;

Για το κέρδος, είπε ο Μιαούλης ωμά.

Στον Νέλσων, δεν άρεσε ο κυνισμός, μα αγαπούσε την ειλικρίνεια. Άρχισε να περπατά πάλι αμίλητος πάνω-κάτω. Ξαφνικά στάθηκε απέναντι στον Μιαούλη.

- Αν ήμουν εγώ στη θέση σου και εσύ στη δική μου, τι θα έκανες;

-Θα σε κρεμούσα, του απάντησε ο Μιαούλης, χωρίς να διστάσει καθόλου.

Για πρώτη φορά γύρισε και τον κοίταξε ο Νέλσων. Είδε τα μάτια του Μιαούλη φλογερά και άφοβα να τον βλέπουν κατάμουτρα και στην τραχιά μορφή του - ήταν τότε στα 31 - χυμένη γαλήνη απόλυτη. Ήταν σαν να του έλεγε ήσυχα: «Θάνατος είναι η ποινή μου. Θα τον δεχθώ άφοβα».

Ο Νέλσων λάτρευε την παληκαριά. Ένιωσε πως έχει μπροστά του έναν άντρα, έναν από τους Έλληνες του παλιού καιρού, που είχαν το θάνατο πρώτο φίλο. Άρχισε να περπατά πάλι πάνω κάτω. Από την έκφραση του όμως κατάλαβε ο Μιαούλης πως θα του του χάριζε τη ζωή. Μέσα στην καρδιά του Νέλσονα δεν συνηγορούσε μονάχα ο κλασικός Ελληνισμός που το είχε πλημμυρίσει με μιας ή θύμησή του , μα και οι ζωντανοί Έλληνες της εποχής του. Τους συμπαθούσε.

Αυτά όλα γύριζαν στο κεφάλι του και δυναμώνουν τη βαθιά εντύπωση που του είχαν κάνει εδώ και λίγες στιγμές η ατρόμητη στάση του Μιαούλη. Τέλος κάθεται σ' έναν μικρό καναπέ που είναι απέναντι από το τραπέζι και απλώνοντας το χέρι του λέει:

- Πήγαινε

Ο Μιαούλης χαιρετάει και ανεβαίνει αργά τις σκάλες. Έχει γλιτώσει από μια τρίχα.



Η Οικονομία των Ρωμιών- Ένα διαδραστικό video των Greek Histoty Files με δραστηριότητες κατανόησης

2ο Δημοτικό Σχολείο Κιλκίς 
200 χρόνια από την πραγμάτωση μιας επιλογής  
Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε