
Η Φιλική Εταιρία
Ο Όρκος των Φιλικών
Ορκιζόμαστε σαν τίμιοι άνθρωποι, ως άνθρωποι που δεν κινούμαστε από κανένα άλλο αίσθημα, πέρα από την απελευθέρωση της ταλαίπωρης πατρίδας μας να συντρέξουμε με το μυαλό, με την καρδιά και με το σώμα μας για την ελευθερία της, χωρίς να μας φοβίσει ούτε η φωτιά ούτε το σίδερο ούτε όποιο άλλο βασανιστήριο που θα μπορούσε κάποιος να μας βασανίσει για να μας εμποδίσει από την ιερότητα του σκοπού μας. Δε λογαριάζουμε τους κόπους και τους αγώνες μπροστά στην απόφασή μας.
Ό,τι αποτελεί μυστικό μεταξύ μας σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να το μαθευτεί αν πρώτα δεν συμφωνηθεί μεταξύ μας και δεν εγκριθεί η κοινοποίησή του.
Ορκιζόμαστε πάνω απ' όλα ότι μεταξύ μας και των τυράννων της πατρίδας, η φωτιά και σίδερο είναι τα μόνα μέσα διαλόγου και τίποτε άλλο.
Αν όμως δεν τηρήσουμε τον ιερό όρκο μας είτε από αισχροκέρδεια είτε από δειλία είτε από οποιαδήποτε άλλη αιτία, το όνομά μας να είναι καταραμένο. Το αίμα μας να χυθεί όπως χύνεται αυτή τη στιγμή αυτό το κρασί και το σώμα μας να μην αξίζει την ταφή, αλλά να γίνει τροφή άγριων θηρίων και αρπακτικών πουλιών. Αμήν.
[Η αποκάλυψη]
ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: Αφού είναι έτσι, κάθισε κι άκου. Ούτε Τσάρος, ούτε Καποδίστριας, ούτε κανένα από τους δυνατούς της ώρας δεν είναι κεφαλή της εταιρίας, που σε μπάσαμε στο μυστικό της, εσένα και τ' αδέρφια σου στην Οδησσό πριν από δύο χρόνια.
ΣΕΚΕΡΗΣ: Τότε τι είσαστε; Ψεύτες, μπερμπάντηδες, κατεργαραίοι, που τρυγάτε τους ομογενείς στο όνομα της δυστυχισμένης πατρίδας για να καλοπερνάτε;
ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: Γι' αυτό σου έδωσα το μαχαίρι. Αν δείλιασες από τα πρώτα λόγια μου, να χτύπα. Μα στάσου πρώτα να τ' ακούσης όλα. Δεν υπάρχει κανένας από τους μεγάλους πίσω από την Εταιρία. Εμείς υπάρχουμε μονάχα. Λίγοι άντρες που μπορείς να τους μετρήσεις στα δάχτυλα του ενός χεριού με μοναχό κεφάλαιο τη φλόγα της ψυχής μας και με την ασάλευτη πίστη ότι πως η λευτεριά δεν είναι πράγμα που χαρίζεται σ' ένα Έθνος από ένα καλοπροαίρετο αφέντη, αλλά παίρνεται με αγώνα κίνδυνο και θυσίες. Έχουμε αποφασίσει να κινήσουμε τον Αγώνα κατά των τυράννων. Εγώ και κάτι φτωχοί υπαλληλάκηδες σαν τον Ξάνθο είμαστε η Υπέρτατη Αρχή της Εταιρίας. Εμείς αποφασίσαμε να ξεσηκώσουμε το Γένος δουλεύοντας γι' αυτό μέσα στην καρδιά της Τουρκιάς. Και πρέπει να σου φανερώσουμε όλη την αλήθεια, αυτή τη στιγμή που γυρέψουμε κι άλλη βοήθεια, για να στείλουμε τον Αναγνωσταρά και τον Χρυσοσπάθη να κατηχήσουνε τους δυνατούς στον Μωριά και να τους βάλουνε στην Εταιρία. Γιατί δεν είναι σωστό να βοηθήσεις αν δεν τα ξέρεις όλα. Δεν είμαστε κατεργαραίοι όπως είπες για να τρυγάμε τους ομογενείς. Θέλουμε να σε κάνουμε μέλος της Υπέρτατης Αρχής για να βλέπεις κι εσύ ο ίδιος που πάνε τα γρόσια που δίνεις στη Εταιρία. Και αν δε δειλιάζεις, γίνε και βοήθησε το έθνος να πάρει με τα χέρια του τη λευτεριά του.
ΣΕΚΕΡΗΣ: Η φωνή του πατέρα μου, μου λέει να δεχθώ. Ούτε από τον Τσάρο, ούτε από τον Καποδίστρια περιμένω βοήθεια. Όσα για τα γρόσια, βουνά να σωριαστούνε, δεν αξίζουν όσο η λευτεριά. Πες μου τι μας χρειάζεται γι' αυτούς που πρέπει να στείλουμε στον Μωριά. Πάρ' το μαχαίρι σου και τέτοια τερτίπια να τα κάνεις σε άλλους κι όχι σε εμένα.
Το φως της Φιλικής
Ο Αναγνωσταράς, από τους καπεταναίους που είχαν ανέβει στην Πετρούπολη για να ζητήσουν από τον Τσάρο τους μισθούς που είχαν να πάρουν από τον καιρό που υπηρετούσαν στα Επτάνησα, είχε γυρίσει τώρα μαζί με τον Χρυσοσπάθη και τον Δημητρακόπουλο, κατηχημένος στα μυστήρια της Φιλικής και σταλμένος να κατηχήσει κι άλλους. Είχαν βγει κρυφά στην Ύδρα και αγνώριστο μένανε στο σπίτι του Καλαβρυτινού Νικηφόρου Παμπούκη που ήταν δάσκαλος σε Υδραιικό σχολείο. Το πρώτο που σκέφτηκαν ήταν να μπάσουν στη Φιλική Εταιρεία τον Κολοκοτρώνη. Του έστειλαν πρώτα τον Πάγκαλο για να τον ψαρέψει. Ο Αναγνωσταράς του είχε δώσει για καλό και για κακό κι ένα γράμμα. Ο Κολοκοτρώνης τον θυμόταν κάπως. Ξαφνιάστηκε όμως άμα τον είδε. Τον τράβηξε σ' ένα εξοχικό περίπατο. Όταν άρχισε να του κάνει το συνηθισμένο ψάρεμα στους κατηχούμενους, ο Κολοκοτρώνης τον έκοψε ανυπόμονα.
-Πες μου τα όλα, μίλα ξάστερα! Δεν ταιριάζουν σε μένα λόγια λοξά. Είναι χρόνια που περιμένω τέτοιο νέο.
Του τα είπε όλα. Φως άστραψε μέσα του. Η ιδέα μιας πανελλήνια συνομωσίας που να ενώνει πολιτικούς κι ιερωμένους, εμπόρους και ναυτικούς, οπλαρχηγούς και προεστούς, μιας συνομωσίας που θα χτυπούσε από παντού κι μ' όλους τους τρόπους τον τύραννο, με δυνάμεις ελληνικές, χωρίς μάταιη ελπίδα για ξένη βοήθεια του φαινόταν η μόνη σωτηρία. Είδε μπροστά του τον δρόμο του λυτρωμού. Γύρεψε στη στιγμή να ορκιστεί.
Τράβηξαν κάτω από το κάστρο τον δρόμο με τις μύριες ομορφιές. Τριγυρισμένο από καρυδιές, ελιές, φοινικιές, κυπαρίσσια, κιτριές και λεμονιές, ζωσμένο πρασινάδα και λουλούδια, είναι ένα εκκλησάκι: Ο Άι Γιώργης. Ήτανε το αγαπημένο εκκλησάκι του Κολοκοτρώνη. Σ' αυτό είχε βαφτίσει όσα παιδιά είχε αποκτήσει στη Ζάκυνθο. Σε τούτο το εκκλησάκι τράβηξε ο Κολοκοτρώνης τον Πάγκαλο για να δώσει μπροστά του τον μεγάλο όρκο.
Ο παπάς ήταν δικός τους. Ήταν ο Ηπειρώτης Άνθιμος Αργυρόπουλος. Βρισκόταν πρόσφυγας στη Ζάκυνθο κατατρεγμένος από τον Αλή Πασά. Αυτός όρκιζε όλους τους φιλικούς και κρατούσε τακτικό αρχείο. Πάνω σ' ένα σκεβρωμένο παλιό εικονισματάκι με τρεις σβησμένες μορφές , έβαλε το πλατύ μεγάλο χέρι του ο λευτερωτής των ραγιάδων, για να δώσει τον όρκο. Είναι γονατιστός, σκυμμένος μπροστά στο μεγαλείο της ιδέας. Το μισόφωτο της εκκλησίας εξαϋλώνει τις τρεις μορφές. Κορμιά δεν υπάρχουν. Ψυχές λειτουργάνε. Μια μια ξαναγυρίζουν τις φοβερές λέξεις του όρκου οι αντίλαλοι απ' όλες τις γωνιές που είναι γεμάτες σκοτάδι και μυστήριο. Και τις μεγαλώνουν, τις πληθαίνουν. Σαν να είναι μπροστά όλα τα μαύρα κοπάδια των ραγιάδων και να ορκίζονται μαζί του. Ανήσυχοι φτερουγίζουν κάτω από τον θόλο οι αντίλαλοι αυτοί, σαν πουλιά που γυρεύουν ανοιχτό πέρασμα να πετάξουν στην Ελλάδα να κράξουν σε συναγερμό τα σύννεφα της μεγάλης τρικυμίας. Ύστερα οι φράσεις για την πατρίδα κόβονται από στεναγμούς και αναφιλητά. Και τώρα σιωπή βαθιά και κατανυκτική.
Ο Κολοκοτρώνης γυρνά αλλαγμένος σπίτι του. Πότε είναι ανάλαφρος και χαρούμενος. Πετάει. Πότε πέφτει ξαφνικά σε περισυλλογή. Τον βλέπουν για πρώτη φορά, ύστερα από μήνες, να κοιτάζει, συγυρίζει τ' άρματά του. Κατεβαίνει στο κατώι κι εξετάζει μη λείπει τίποτα από τη σέλα του την όμορφη που έχει από το σύνταγμα του Δούκα της Υόρκης. Δεν είναι ήσυχος πια...