
Αρματωλοί και Κλέφτες
Το εισαγωγικό video είναι παραγωγή των Greek History Files - Φάκελοι Ελληνικής Ιστορίας
ΤΑ ΚΛΕΦΤΙΚΑ ΤΑΓΟΥΔΙΑ
Τα κλέφτικα Τραγούδια καθώς και οι συνοδευτικές εισαγωγές βρίσκοντια στην ιστοσελίδα: https://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/folk_songs/kleftika.htm
Μαύρο καράβ' αρμένιζε στα μερη της Κασάντρας.
Μαύρα παννιά το σκέπαζαν και τ' ουρανού σημαία.
Κι' ομπρός κορβέττα μ' άλικη σημαία του προβγαίνει.
"Μάινα, φωνάζει, τα παννιά, ρήξε τοις γάμπιαις κάτου.
-Δεν τα μαϊνάρω τα παννιά κι' ουδέ τα ρήχνω κάτω.
Μη με θαρρείτε νιόνυφη, νύφη να προσκυνήσω;
Εγώ είμαι ο Γιάννης του Σταθά, γαμπρός του Μπουκουβάλα
Τράκο, λεβένταις, δώσετε, απίστους μη φοβάστε. "
Κ' οι Τούρκοι βόλτα έρρηξαν κ' εγύρισαν την πλώρη.
Πρώτος ο Γιάννης πέταξε με το σπαθί στο χέρι.
Σ' τα μπούνια τρέχουν αίματα, το πέλαο κοκκινίζει,
κι' αλλά! αλλάχ οι άπιστοι κράζοντας προσκυνούνε.
ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΗΛΙΟΝΗ
(γύρω στο 1750)
[Ο Χρήστος Μηλιόνης, οπλαρχηγός από τη Δωρίδα, μαζί με τον οπλαρχηγό του Βάλτου Μήτρο Τσεκούρα, μπήκε στην Άρτα και αφού απήγαγε τον Τούρκο δικαστή και δύο αγάδες, ζητούσε λύτρα για να τους ελευθερώσει. Ο Τούρκος διοικητής της Άρτας εξοργίστηκε από την τολμηρή αυτή ενέργεια και ζήτησε από τον Έλληνα προεστό Μαυρομάτη και από τον φύλακα της περιοχής Μουχτάρ Κλεισούρα να σκοτώσουν τον Μηλιόνη. Αυτοί ανέθεσαν το έργο στον Αλβανό Σουλεϊμάνη, ο οποίος επειδή ήταν αδελφοποίητος του Μηλιόνη, μπορούσε να τον πλησιάσει χωρίς ο Μηλιόνης να τον υποψιαστεί. Αλλά όταν ο Σουλεϊμάνης, συνάντησε τον παλιό φίλο του στο χωριό Αλμυρό του Βάλτου και έφαγε μαζί του, θεώρησε άτιμο να τον δολοφονήσει προδοτικά και προτίμησε να του αποκαλύψει με ειλικρίνεια τον σκοπό της αποστολής του. Του πρότεινε μάλιστα να παραδοθεί με τη θέλησή του. Ο Μηλιόνης αρνήθηκε. Τότε μονομάχησαν και κατά μοιραία σύμπτωση σκοτώθηκαν και οι δύο. Ο Μηλιόνης έζησε στα μέσα του 18ου αιώνα όπως συμπεραίνουμε από τη σωζόμενη σφραγίδα του που βρίσκεται στο μουσείο της Ιστορικής Εταιρείας Αθηνών και έχει χρονολογία 1744]
Τρία πουλάκια κάθονται στη ράχη 'ς το λημέρι,
τό να τηράει τον Αρμυρό, τ' άλλο κατά το Βάλτο,
το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέει,
Κύριε μου, τι να γίνηκεν ο Χρήστος ο Μηλιόνης;
Ουδέ στο Βάλτο φάνηκε, ουδέ στην Κρύα βρύση.
Μας είπαν πέρα πέρασε κι επήγε προς την Άρτα,
κι επήρε σκλάβο τον κατή μαζί με δύο αγάδες.
Κι' ο μουσελίμης τ' άκουσε, βαριά του κακοφάνη,
Το Μαυρομάτη νέκραξε και το Μουχτάρ Κλεισούρα.
«Εσείς, αν θέλετε ψωμί, αν θέλετε πρωτάτα,
το Χρήστο να σκοτώσετε, τον καπετάν Μηλιόνη.
Τούτο προστάζει ο βασιλιάς και μόστειλε φερμάνι.»
Παρασκευή ξημέρωσε, ποτέ να μη είχε φέξη!
κί' ο Σουλεϊμάνης στάλθηκε να πάγη να τον εύρη.
'Στον Αρμυρό τον έφτασε κι' ως φίλοι φιληθήκαν.
Ολονυχτίς επίνανε όσο να ξημερώση.
Και όταν έφεξε η αυγή πέρασαν στα λημέρια.
Κι' ο Σουλεϊμάνης φώναξε του καπετάν Μηλιόνη,
"Χρήστο, σε θέλει ο βασιλιάς, σε θέλουν κ' οι αγάδες.
-Όσο 'ν' ο Χρήστος ζωντανός Τούρκους δεν προσκυνάει."
Με το τουφέκι τρέξανε ο ένας να φάη τον άλλο.
Φωτιάν εδώσαν στη φωτιά, κ' έπεσαν εις τον τόπο.
ΕΝΑΣ ΑΪΤΟΣ ΠΕΡΗΦΑΝΟΣ
Το τραγούδι είναι αλληγορικό, υπονοεί τον κλέφτη, ο οποίος και τον χειμώνα δεν θέλει να αφήσει το αγώνα, αλλά παραμένει στα βουνά.
'Ένας αϊτός περήφανος, ένας αϊτός λεβέντης
από την περηφάνεια του κι' από τη λεβεντιά του,
δεν πάει τα κατώμερα να καλοξεχειμάση,
μον' μένει απάνω στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια.
Κι έρρηξε χιόνια 'ς τα βουνά και κρούσταλλα 'ς τους κάμπους,
εμάργωσαν τα νύχια του κι επέσαν τα φτερά του.
Κι' αγνάντιο βγήκε κ' έκατσε, σ' ένα ψηλό λιθάρι,
και με τον ήλιο μάλωνε και με τον ήλιο λέει.
"Ήλιε, για δε βαρείς κ' εδώ 'ς τούτη την αποσκιούρα,
να λειώσουνε τα κρούσταλλα, να λειώσουνε τα χιόνια,
να γίνη μια άνοιξη καλή, να γίνη καλοκαίρι,
να ζεσταθούν τα νύχια μου, να γιάνουν τα φτερά μου,
να ρθούνε τ' άλλα τα πουλιά και τ' άλλα μου τ' αδέρφια".
ΤΗΣ ΔΕΣΠΩΣ
(25 Δεκεμβρίου 1803)
Το τραγούδι, όπως και εκείνο Της Λένως Μπότσαρη, αναφέρεται σε μια από τις παρασπονδίες τον Αλή Πασά σε βάρος των Σουλιωτών, το 1803. Κατά τη συμφωνία οι Σουλιώτες είχαν το δικαίωμα να φύγουν ένοπλοι για όποιο μέρος ήθελαν. Ένα μικρό απόσπασμα από 78 Σουλιώτες κατέφυγε στο χωριό Ρινιάσα (ανάμεσα στην Πρέβεζα και την Πάργα). Εκεί όμως στίφος Τουρκαλβανών, που τους έστειλε ο Αλή πασάς, έκανε ξαφνική επιδρομή και άρχισε να σφάζει τους κατοίκους και τους πρόσφυγες. Η Δέσπω, γυναίκα του Γεωργάκη Μπότση, μαζί με τις κόρες, τις νύφες και τα εγγόνια της, κλείστηκε στον πύργο του Δημουλά και αντιστάθηκε ηρωικά στους επιδρομείς.
Αχός βαρύς ακούεται, πολλά τουφέκια πέφτουν.
Μήνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε χαροκόπι;
Ουδέ σε γάμο ρίχνονται, ουδέ σε χαροκόπι,
η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ' αγγόνια.
Αρβανιτιά την πλάκωσε στου Δημουλά τον πύργο.
«Γιώργαινα, ρίξε τ' άρματα, δεν είν' εδώ το Σούλι.
Εδώ είσαι σκλάβα του πασά, σκλάβα των Αρβανίτων.
- Το Σούλι κι αν προσκύνησε, κι αν τούρκεψεν η Κιάφα,
η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκανε, δεν κάνει»,
Δαυλί στο χέρι νάρπαξε, κόρες και νύφες κράζει:
«Σκλάβες Τούρκων μη ζήσομε, παιδιά μ', μαζί μου ελάτε».
Και τα φυσέκια ανάψανε κι όλοι φωτιά γενήκαν.
Αχός: ήχος, κρότος.
χαροκόπι: γλέντι, διασκέδαση.
Λιάπηδες: Αλβανοί μωαμεθανοί.